πρόκος

πρόκος
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἠλίθιος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προκός — πρόξ roe deer fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προξ — προκός, η, ΝΑ νεοελλ. γένος μυρηκαστικών θηλαστικών τής οικογένειας ελαφίδες αρχ. 1. είδος ζαρκαδιού 2. το νεογνό ζαρκαδιού, ζαρκαδάκι 3. (μτφ. για άνθρωπο) δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόξ (< *προκ ς) έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα… …   Dictionary of Greek

  • Horos — Borne marquant la limite du quartier du Céramique, musée archéologique du Céramique Un horos (en grec ancien ὅρος / hóros, au pluriel ὅροι / …   Wikipédia en Français

  • Horos — Mojón que marca el límite del barrio del Cerámico, museo arqueológico del Cerámico. Un horos (en griego ὅρος, hóros, en plural griego ὅροι, hóroi) es un mojón o señal de piedra utilizado en la Antigua Grecia para delimitar las propiedades. A… …   Wikipedia Español

  • περκνός — ή, ό / περκνός, ή, όν, ΝΑ 1. σκούρος, μαυριδερός, σαν το χρώμα τής ελιάς όταν αρχίζει να ωριμάζει αρχ. το αρσ. ως ουσ. ο περκνός α) είδος αετού («αἰετὸν... ὅν καὶ περκνὸν καλέουσι», Ομ. Ιλ.) β) το πτηνό πλάγγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. περκ νός… …   Dictionary of Greek

  • προκοθηλυμανής — ές, Α θηλυμανής όπως η προξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόξ, προκός «είδος ζαρκαδιού» + θηλυμανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”